«Ο ίδιος μου ο παππούς ήταν αυτός που εκείνο το βράδυ έκανε κομμάτια την παιδική μου ψυχή»

Φρίκη: Δασκάλα και δύο βοηθοί κλείδωσαν 5χρονο στην απομόνωση

Ένας αναγνώστης (τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητάς του είναι στη διάθεση του Infokids) άνοιξε την καρδιά του και αποκάλυψε τα όσα βίωσε στα χέρια του παππού του.

Τα λόγια του αποτυπώνουν με τον πιο ωμό τρόπο τα όσα βίωσε. Προσπάθησε πολύ να κλείσει τη μνήμη σε ένα χρονοντούλαπο, αλλά οι σκέψεις και οι εικόνες επανήλθαν με αφορμή τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου.

Όπως αποκάλυψε στο Infokids.gr πήρε το θάρρος να μιλήσει, για να δώσει φωνή σε όλους τους ανθρώπους που έχουν περάσει κάτι ανάλογο, να τους δείξει πως είναι λύτρωση το να μιλάς. Να χτυπήσουν όσες πόρτες χρειαστεί μέχρι να βρουν ανθρώπους να τους ακούσουν.

Με λένε Μάριο. Είμαι 43 ετών και παντρεμένος εδώ και 3 χρόνια. Με την Ελένη γνωριστήκαμε πριν 7 χρόνια σε ένα μπαρ. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Στεκόταν απέναντι με την παρέα της και εγώ τη χάζευα για ώρα μέχρι που πήρα το θάρρος να της μιλήσω. Από εκείνο το βράδυ γίναμε αυτό που λένε “αυτοκόλλητοι”.

Ο πρώτος χρόνος κύλισε σαν νερό. Βόλτες, σινεμά, θέατρο, μπαρ… και το βράδυ στο σπίτι μου να μην την αφήνω από την αγκαλιά μου. Μόνο ένα πράγμα επισκίαζε την ευτυχία μας. Κάποιοι βραδινοί μου εφιάλτες. Την πρώτη φορά θυμάμαι ήμασταν στο Πήλιο. Είχαμε φύγει για Σαββατοκύριακο όταν το βράδυ με άκουσε να φωνάζω στον ύπνο μου και να διώχνω κάποιον με μανία. Ξέρω ότι τρόμαξε πάρα πολύ όμως προσπάθησε να μην το δείξει.

Μετά από εκείνη την πρώτη φορά οι εφιάλτες έρχονταν σε ανύποπτα βράδια. Κάποιες φορές έβριζα, άλλες ικέτευα και κάποιες άλλες ξυπνούσα τρομαγμένος. Η Ελένη ειδικά στην αρχή δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση και γι’ αυτό δεν έκανε πολλές ερωτήσεις.

Προσπαθούσε μόνο να με καθησυχάσει ότι όλα είναι καλά και να με κάνει να κοιμηθώ ήρεμος. Όμως όσο περνούσε ο καιρός και οι εφιάλτες συνεχιζόταν άρχισε να με ρωτάει.

Όσο και να προσπαθούσα να ξεφύγω κάνοντας πλάκα με το θέμα ήξερα ότι κάποια στιγμή έπρεπε να της πω, να της μιλήσω. Κάποια στιγμή έπρεπε να ξαναζωντανέψω μια ιστορία που χρόνια προσπαθούσα να ξεχάσω και το έκανα με επιτυχία μπορώ να πω, αν εξαιρέσεις αυτούς τους αναθεματισμένους εφιάλτες που δεν βαρέθηκαν να με κυνηγάνε τόσα χρόνια.

Ήμουν περίπου 8 ετών. Το πρώτο παιδί και καμάρι των γονιών μου. Ανέμελος όπως ορίζει αυτή η ηλικία και ευτυχισμένος με δυο γονείς να με αγαπούν και να μου παρέχουν όλα όσα ένα παιδί χρειάζεται. Η αδελφή μου 2 χρόνια μικρότερη και εγώ ταγμένος να την προσέχω. Ένα βράδυ οι γονείς μου είχαν βραδινή έξοδο και η θεία μου που συνήθως μας κρατούσε είχε δουλειά. Έτσι η μητέρα μου τηλεφώνησε στον παππού μου και πατέρα της να έρθει σπίτι μας να κοιμηθεί για να μας προσέχει. Ο παππούς μου δεν άργησε να φτάσει σπίτι μας.

Οι γονείς μου μας αποχαιρέτησαν, μας έδωσαν ένα γλυκό φιλί και μας είπαν να μην κουράσουμε τον παππού με παιχνίδια και σκανδαλιές. Υποσχεθήκαμε ότι θα είμαστε καλά παιδιά και έφυγαν ήσυχοι για την βόλτα τους. Ήσυχοι… γιατί δεν ήξεραν…

Εμείς μετά από εξαντλητικό παιχνίδι πήγαμε επιτέλους στα κρεβάτια μας. Η αδελφή μου πήγε στο κρεβάτι των γονιών μου όπως έκανε άλλωστε κάθε βράδυ και εγώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο μας. Είχα κοιμηθεί έχοντας στην αγκαλιά μου μια παιδική πετσέτα που δεν αποχωριζόμουν ποτέ μέχρι που κάποιος με ξύπνησε.

Ήταν ο παππούς μου ο οποίος ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου. Με χάιδευε γλυκά μα εγώ δεν ήθελα να ξυπνήσω. Κατάλαβα ότι κάποια στιγμή άρχισε να μου κατεβάζει το γαλάζιο πυτζαμάκι μου.

«Παππού, νυστάζω» του είπα με σιγανή φωνούλα αλλά εκείνος συνέχιζε. Έβγαλε όλα μου τα ρούχα και άρχισε να αγγίζει απόκρυφα σημεία του παιδικού κορμιού μου. Τότε κατάλαβα ότι αυτά τα χάδια δεν έμοιαζαν με αυτά της μαμάς και του μπαμπά. Ήταν άλλα, διαφορετικά, που δεν μου άρεσαν και γι’ αυτό άρχισα να αντιδρώ.

Μέχρι που η παιδική μου πετσετούλα πήγε στα χέρια του παππού και ήταν αυτή που μου έκλεισε το στόμα για να μην φωνάξω. Για να μην μαρτυρήσω τη βρωμιά του μυαλού του.

Ο ίδιος μου ο παππούς, ο πατέρας της μητέρας μου ήταν αυτός που εκείνο το βράδυ έκανε κομμάτια την παιδική μου ψυχή».