Μία μαμά περιγράφει τη στιγμή που γνωρίζει, ότι η κόρη της βρίσκεται στο τέλος της ζωής της. Το κοριτσάκι έπασχε από μία περίπλοκη πάθηση νευρολογικής φύσης και πέθανε λίγο προτού κλείσει τα 4 της χρόνια.
«Πριν από τρεις μήνες συμπληρώθηκαν πέτνε χρόνια αφότου έχασα το παιδί μου. Ενώ μέχρι στιγμής μοιραζόμουν την ιστορία της με τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους, και με άλλους γονείς, ένιωσα ότι πρέπει αν το πω και δημόσια. Στην αρχή φοβόμουν τα αρνητικά σχόλια ή τι θα πει ο κόσμος για τις επιλογές της οικογένειάς μου.
Η καρδιά μου ήταν τόσο εύθραυστη για να διαχειριστεί οποιοδήποτε είδος κριτικής. Όσο περνούσε ο καιρός, ήταν λιγότερο ο φόβος της κριτικής από το γεγονός, ότι δεν μπορούσα να αναβιώσω μία τόσο δύσκολη χρονική περίοδο της ζωής μου.
Στα τέλη της περισινής χρονιάς, συνειδητοποίησα, ότι το να μοιραστώ την ιστορία της κόρης μου θα μπορούσε να βοηθήσει και άλλους γονείς. Οι γονείς παιδιών με προβλήματα υγείας μιλούν ανοιχτά για θεραπείες, φάρμακα, εξοπλσμούς και υπηρεσίες, όμως σπανίως μιλούν ανοιχτά για τον θάνατο και πώς βοηθούν τα παιδιά τους τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Έτσι, θα σας πω την ιστορία του δικού μου παιδιού.
Αν και δεν το συνειδητοποιούσαμε εκείνη τη στιγμή, η αρχή του τέλους ήταν τον Σεπτέμβριο του 2015. Πέντε μήνες προτού το κοριτσάκι μου φύγει για πάντα. Είχε όμορφες και άσχημες μέρες πριν από εκείνη τη στιγμή. Κάναμε το καλύτερο για εκείνη πριν την τελευταία «στροφή» του δρόμου της ζωής της.
Ο σύζυγός μου κι εγώ καθόμασταν στο δωμάτιο με την τηλεόραση ανοιχτή. Η κόρη ου ήταν σε ένα ειδικό καθισματάκι με ξύλινη βάση. Το είχαμε ονομάσει «θρόνο». Καθόταν στο θρόνο της. Ο αδελφός της είχε χωθεί μέσα στην κουβερτούλα που του είχε φτιάξει η μαμά μου, όσο ακόμη ήμουν έγκυος. Εκείνη τη νύχτα, η κόρη μ ου κοιμήθηκε γρήγορα, κάτι σπάνιο για αυτήν. Θυμάμαι να λέω «η ζωή είναι ωραία». Ελπίζω αυτή να είναι η νέα κανονικότητά μας. Την επόμενη ημέρα πήγε στο σχολείο. Η δασκάλα της μου είπε ότι ήταν σε εγρήγορση την περισσότερη ώρα! Στο σπίτι ήταν επίσης χαρούμενη!
Το επόμενο πρωί άλλαξαν όλα

Όμως, την επόμενη ημέρα, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γκρίνιαζε και ήταν αναστατωμένη κι έτσι την κράτησα στο σπίτι. Μέχρι τότε ήξερα ότι δεν πρέπει να την ταΐζω, όταν ήταν έτσι για να μπορεί να ξεκουράζεται η κοιλίτσα της.
Έκανα το καλύτερο για να νιώσει όμορφα, αλλά εξακολουθούσε να είναι στεναχωρημένη. Της έδωσα το βράδυ το φάρμακό της και ήλπιζα, πως θα ξυπνήσει καλύτερα το επόμενο πρωί. Αντ’ αυτού, ξύπνησε γκρινιάζοντας όλη την νύχτα.
Δεν την είχα ξανακούσε να πονά τόσο. Όταν ξύπνησε, αποφάσισα να δοκιμάσω να της δώσω να φάει κάτι λίγο. Κι αν πεινούσε;, σκέφτηκα. Μπορεί να πονάει από την πείνα. Όταν το παιδί δεν μπορεί να μιλήσει για να σου πει τι νιώθει, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να μεταφράσεις τη γλώσσα του σώματος, το κλάμα και τη γκρίνια του.
Ήταν ένα μεγάλο λάθος αυτό, ωστόσο, γιατί έκανε εμετό. Πήρα τη γιατρό της τηλέφωνο και εξήγησα τι συνέβαινε. Εκείνη μου είπε να της κάνω κλύσμα, αλλά δεν συνέβη τίποτα. Μία ώρα μετά έκανε πάλι εμετό και ξαναπήρα τη γιατρό τηλέφωνο. Με ρώτησε αν έκανε κακά της και είπα «όχι», επισημαίνοντάς της ότι κάνει εμετό, είναι πράσινος και μυρίζει άσχημα.
Εντάξει μου είπε ήρεμη και με συμβούλευσε να πάμε στα επείγοντα, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Άφησα το τηλέφωνο και άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω. Παλιότερα απλά θα έπαιρνα τη μικρή και θα φεύγαμε. Όμως, τώρα είχα το δεύτερο μωρό που το θήλαζα. Θα το έπαιρνα μαζί μου ή θα έπαιρνα τηλέφωνο την πεθερά μου να το κρατήσει; Ο άντρας μου εργαζόταν από το σπίτι, όταν δεν ταξίδευε, και έτσι τον άφησα μαζί του για να πάω την κόρη μου στο νοσοκομείο. Δεν είχα ιδέα πόση ώρα θα κρατούσε η επίσκεψή μας εκεί.
Θα χρειαζόταν επέμβαση

Άρχισαν να την εξετάζουν οι γιατροί και είπαν, ότι χρειαζόταν ακτινογραφία, καθώς υποτεύονταν κάποιο πρόβλημα στο έντερο. Τι συμβαίνει; είπα σοκαρισμένη. Έδωσαν ένα κλύσμα στη μικρή μήπως και κατάφερναν να κινηθεί το έντερό της, όμως δεν κατάφεραν τίποτα. Κοίταζα το παιδί να πονάει και σκεφτόμουν πότε θα σταματούσε όλο αυτό. Έκανε ακτινογραφίες στο στομάχι και επιπλέον εξετάσεις, μέχρι που επιστρέψαμε στο δωμάτιο και περιμέναμε τι θα μας πουν οι γιατροί.
Κρατούσα το χέρι της… πονούσα, όσο κι εκείνη. Κοίταξα τον γιατρό και κρεμόμουν από τα χείλη του για αυτά που θα μου έλεγε. Μας είπε ότι θα χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση.
Της έδωσα ένα φιλή και η νοσηλεύτρια με οδήγησε στην αίθουσα αναμονής. Όταν μ,πήκα μέσα ένιωσα περίεργα. Δεν είχα τη διάθεση να μιλήσω σε κανέναν. Πήγα και έκατσα στην άκρη της αίθουσας, άφησα κάτω τα πράγματά μου και άρχισα να κλαίω. Πήρα τηλέφωνο τον άντρα μου και έστειλα μήνυμα στη μητέρα μου να τους ενημερώσω.
Ξαφνικά βλέπω την αδελφή μου να έχει έρθει και ναμε σφίγγει στην αγκαλιά της. Άρχισα να κλαίωμε λυγμούς, προσπαθώντας να της εξηγήσω τι συμβαίνει.
Λίγη ώρα μετά, ο γιατρός βγήκε από το χειρουργείο και ήρθε κοντά μας.
«Γρήγορα τελείωσε. Είναι όλα καλά;», ρώτησα.
«Ναι δεν κράτησε πολύ. Την ανοίξαμε, δεν είδαμε απόφραξη του εντέρου και έτσι την ξανακλείσαμε γρήγορα. Αναρρώνει τώρα και έχει ξυπνήσει. Θα μπορείτε να τη δείτε σε λίγο», απάντησε ο γιατρός.
«Κι αν όλα ήταν καλά γιατί ξέρναγε χολή;», ξαναρώτησα.
«Ήταν ψευδο-απόφραξη», απάντησε ο γιατρός.
«Τι στα κομμάτια!», σκέφτηκα. Μάλλον διάβασε την έκφρασή μου και συνέχισε λέγοντας ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, αλλά ήταν στο μυαλό της, σαν ψυχοσωματικό. Δεν φάνηκε κάτι ούτε στις ακτινογραφίες.
«Είναι μία πολύπλοκλη κατάσταση και θα πρέπει να συζητήσουμε τα επόμενα βήματα», συνέχισε ο γιατρός και τόνισε ότι θα έπρεπε να νοσηλευτεί σε παιδιατρική εντατική.
Ελπίζαμε να μπορέσει να σιτιστεί ξανά κανονικά. Όταν πια οι γιατροί μας είπαν ότι μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη θεραπεία στο σπίτι, είπα όχι! Δεν θα μπορούσα να διαχειριστώ κάτι τέτοιο στο σπίτι με ένα νεογέννητο. Έτσι, το δέχθηκαν και την άφησαν ένα μήνα στο νοσοκομείο ακόμη. Περνούσα τα πρωινά μου μαζί της στο νοσοκομείο και τα βράδυα στο σπίτι με το μωρό. Έμαθα πια να μην κρίνω γονείς που αφήνουν ένα μωρό ή ένα παιδί μόνο σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου.
Όταν η μικρή μου μπορούσε πια να φάει ξανά, ο γιατρός με ενθάρρυνε να την ταΐζω ακόμη κι αν πονούσε. Όταν πονούσε πολύ όμως, είχαμε την επιλογή να σταματήσουμενα την ταΐζουμε. Θέλαμε να την κρατήσουμε ζωντανή, αλλά αποφασίσαμε να ακούσουμε το σώμα της. Έτσι, διαλέξαμε να τη βοηθήσουμε να φύγει από τη ζωή φυσιολογικά και ήσυχα.
Φοβάμαι ότι θα ξεχάω πως ήταν η ζωή με την μικρή μου. Θα σβήσει η ανάμνησή της; Ανησυχώ μήπως δεν θα θυμάμαι το γέλιο της ή την γλυκιά της αναπνοή. Σήμερα έβαλα το χέρι μου στο μάγουλό μου, έκλεισα τα μάτια μου, έκλαψα…Διάβασα τα βιβλία της…
Πέθανε το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου 2016
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που σταμάτησα να την ταΐζω. Μία ημέρα νωρίτερα είχε πέσει σε κώμα και το τέλος πλησίαζε. Ο εγκέφαλός της δεν λειτουργούσε σωστά, αλλά η καρδιά της ήταν δυνατή.
Πέρασε τη νύχτα της δίπλα σε μένα και τον πατέρα της. Νόμιζα ότι θα πέθαινε στον ύπνο της και φοβόμουν μήπως δεν καταφέρω να νιώσω την τελευταία της ανάσα. Όταν ξύπνησα, ήταν ακόμη ζωντανή. Ο άνδρας μου μού έφερε το μωρό στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο είχα αγκαλιάσει τη μικρή μου. Ξαφνικά, μία εκκωφαντική σιωπή. Γύρισα να τη δω. Είχε φύγει…»
Πηγή: kidspot.com.au