Η ευεργετική δράση του ελαιόλαδου

Είναι λίγο πολύ γνωστό πως το ελαιόλαδο, βασική λιπαρή ύλη στην Μεσογειακή Διατροφή, αποτελεί εξαιρετική πηγή θρεπτικών συστατικών για τον οργανισμό μας. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως «λειτουργικό» τρόφιμο, λόγω της ευεργετικής του δράσης στην μείωση του κινδύνου εμφάνισης κάποιων ασθενειών και της θετικής του επίδρασης στην ανθρώπινη υγεία.

Το ελαιόλαδο είναι πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα με βασικότερο το ελαϊκό οξύ, συστατικό που συμβάλλει στην αύξηση της HDL («καλής») χοληστερόλης και στη μείωση της LDL («κακής») χοληστερόλης στο αίμα, με αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, κυριότερη αιτία θανάτου στις σύγχρονες δυτικές χώρες.

Η προστατευτική του δράση όμως δεν οφείλεται μόνο στο ελαϊκό οξύ, αλλά επεκτείνεται και στα αντιοξειδωτικά που εμπεριέχει. Καροτενοειδή, α-τοκοφερόλη (βιταμίνη Ε), σκουαλένιο και φαινολικές ενώσεις, όπως η ελαιοευρωπαΐνη, αποτελούν βασικά αντιοξειδωτικά «όπλα» του «υγρού χρυσαφιού», όπως χαρακτηριστικά παρομοίαζε το ελαιόλαδο ο Όμηρος.

Επιστημονικές μελέτες υποδεικνύουν ότι το ελαιόλαδο ελαττώνει τον κίνδυνο θρομβογένεσης, βοηθάει στην πρόληψη και αντιμετώπιση της υπέρτασης και είναι σημαντικό για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Επίσης, διάφορες έρευνες έχουν καταδείξει το ρόλο και τη σημασία του ελαιόλαδου στην πρόληψη και τη μείωση διάφορων ειδών καρκίνου. Πολλές επιδημιολογικές μελέτες βρήκαν μεγάλες διαφορές στις διαχρονικές τάσεις θνησιμότητας και νοσηρότητας από καρκίνο του μαστού, παχέος εντέρου, προστάτη και ενδομητρίου, οι οποίες συσχετίζονταν με την κατανάλωση λιπαρών τροφών.

Οι περισσότερες έρευνες για το ελαιόλαδο και τα αντιοξειδωτικά του συστατικά, δείχνουν σημαντικό ρόλο στη μείωση εμφάνισης καρκίνου του μαστού και προστάτη.

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί μια συχνή μορφή καρκίνου σε πολλές δυτικές χώρες και οφείλεται έντονα και σε διατροφικούς παράγοντες. Το ελαιόλαδο πιθανόν δρα προστατευτικά ως προς την εκδήλωση και αυτής της μορφής καρκίνου. Σύμφωνα με την προτεινόμενη θεωρία, το ελαιόλαδο μπορεί να επηρεάσει την έκκριση χολικού οξέος στο παχύ έντερο, κάτι που με τη σειρά του επηρεάζει τον μεταβολισμό πολυαμινών στα κύτταρα του παχέος εντέρου με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναστέλλεται η «μετάλλαξη» του φυσιολογικού βλεννογόνου προς αδένωμα και καρκίνωμα.

Αξίζει να αναφερθεί πως ακόμα και στις έντονες θερμικά επεξεργασίες του μαγειρέματος, το ελαιόλαδο υπερτερεί σε σχέση με τα άλλα έλαια. Συγκεκριμένα το ελαιόλαδο μπορεί να φθάσει στους 210 βαθμούς Κελσίου χωρίς να διασπαστεί, σε αντίθεση με άλλα φυτικά έλαια, όπως το σογιέλαιο και το ηλιέλαιο, που δεν αντέχουν αδιάσπαστα σε θερμοκρασίες άνω των 170 βαθμών Κελσίου. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι η μέση θερμοκρασία τηγανίσματος είναι 180 βαθμοί Κελσίου, συμπεραίνουμε ότι πρέπει να προτιμάμε το ελαιόλαδο και σε «μη ιδανικές» μαγειρικές παρασκευές όπως το τηγάνισμα.

Τέλος να διευκρινίσουμε πως σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, το ελαιόλαδο αποδίδει στον οργανισμό μας τις ίδιες θερμίδες όπως και τα σπορέλαια. Συγκεκριμένα 1 γρ. ελαιόλαδο αποδίδει 9 θερμίδες, όσες και 1 γρ. οποιουδήποτε είδους σπορέλαιου. Η παρεξήγηση υφίσταται διότι για λόγους γεύσης και μόνο, κάποιοι χαρακτηρίζουν το αραβοσιτέλαιο ή το σογιέλαιο, ελαφριά λάδια. Αυτό όμως επαναλαμβάνουμε αφορά μόνο τη γεύση, μια και η θερμιδική αξία του ελαιόλαδου, είναι ίση με αυτή του αραβοσιτέλαιου, του σογιέλαιου και γενικώς κάθε σπορέλαιου.

Κωνσταντίνος Ξένος
Κλινικός Διαιτολόγος M.Sc.
M.Sc. in Nutritional Medicine – University of Surrey
Διευθυντής τμήματος Διατροφογενετικής & Έρευνας Θρέψης «Ευρωκλινική Αθηνών»