Ένα γράμμα στη μητέρα μου που πάσχει από άνοια

«Είσαι ζωντανή, αλλά είναι σα να μην είσαι. Εσύ, που προσπαθούσες να μάθεις κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή μου, τώρα δεν γνωρίζεις καν ποια είμαι. Προσπαθώ να σε κάνω να θυμηθείς κάτι, οτιδήποτε μπορεί να φτιάξει τη σχέση μας. «Πες μου κάτι», λέω απελπισμένα. Τίποτα. Μου λες ότι πρόκειται να πάρεις το τραμ για να πας στο σπίτι, μόλις έχεις σχολάσει από τη δουλειά και σχεδιάζεις να επισκεφθείς την αδελφή σου, παρόλο που δεν μπορείς να βγεις από το σπίτι και η αδελφή σου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια», γράφει στο scarymommy.com η συγγραφέας Caroline Leavitt. «Δεν μπορείς να με ακούσεις στο τηλέφωνο πια. Την τελευταία φορά που ήρθα να σε επισκεφθώ, μου είπες να φύγω επειδή η παρουσία μου σε ενοχλούσε. Έκλαιγα ασταμάτητα στο αυτοκίνητο και μάταια ο σύζυγός μου προσπαθούσε να με παρηγορήσει.

Αχ μαμά, ο μόνος τρόπος που μπορώ να σου πω τι χρειάζομαι είναι μέσα από αυτό το γράμμα, να φανταστώ πώς θα απαντούσες και πώς θα μπορούσαμε να δουλέψουμε τη σχέση μας.

Θέλω να σου μιλήσω για όλα τα πράγματα που έκανες για μένα, γιατί θέλω να ξέρεις ξανά και ξανά ότι το εκτιμώ, ότι γνωρίζω πως έκανες πράγματα που άλλες μητέρες δεν έκαναν. Θέλω να θυμηθούμε μαζί πώς, όταν πέθανε ο αρραβωνιαστικός μου, πέταξες από τη Βοστώνη στις 3:00 το πρωί και ξάπλωσες μαζί μου για να με παρηγορήσεις καθώς ούρλιαζα. Δεν θα ξεχάσω τότε που ήμουν σοβαρά άρρωστη και ήρθες να μείνεις μαζί μου πάνω από δύο μήνες για να με βοηθήσεις.

Με αγαπούσες. Το ξέρω αυτό. Ίσως υπερβολικά πολύ, γιατί δεν σου άρεσε καθόλου που αποφάσισα να φύγω από το σπίτι. Δεν ενέκρινες τις επιλογές μου. Με μίσησες όταν σου είπα ότι θα μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Έκανες πάντα αρνητικά σχόλια για τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Μισούσες όσους έκανα σχέση μαζί τους, εκτός από τον πρώτο μου σύζυγο: «Αν ήμουν 15 χρόνια πιο νέα, θα τον είχα κλέψει από σένα!», μου έλεγες αστειευόμενη. Ήσουν περήφανη που έγινα συγγραφέας, αλλά μπήκες στο βιβλιοπωλείο στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου και με προειδοποίησες δυνατά ότι κανείς δεν θα εμφανιζόταν.

Όταν ενηλικιώθηκα, παντρεύτηκα και γέννησα τον γιο μου, μόνο τότε μπόρεσα να έρθω στη θέση σου και να σε καταλάβω. Ήσουν το ένα από τα οκτώ αδέρφια της οικογένειας, μεγάλωσες με μια μητέρα που δεν προσπαθούσε καθόλου να σε καταλάβει και προτιμούσε τον δίδυμο αδερφό σου από εσένα. Ο αρραβωνιαστικός σου σε παράτησε και παντρεύτηκες τον πατέρα μου για να τον ξεπεράσεις, έναν άγριο άνδρα που σου έκανε τη ζωή κόλαση. Ήταν η δεκαετία του 1950 και δεν μπορούσες να τον χωρίσεις, όχι με δύο μικρά κορίτσια.

Όταν ήμουν 17 ετών και αποφάσισα ότι δεν μπορώ να περάσω ακόμα ένα καλοκαίρι μαζί με τον πατέρα μου, το έσκασα από το εξοχικό μας κι εσύ τον προειδοποίησες ότι αν δεν επέστρεφα, θα τον χώριζες! Τότε εκείνος με βρήκε και επειδή έκλαιγε με αναφιλητά, κάτι που δεν είχα ξαναδεί, αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω. Μόλις μπήκα στο σπίτι, είδα την απογοήτευση στο πρόσωπό σου, επειδή είχα καταστρέψει την ευκαιρία σου να δραπετεύσεις.

Ήθελα να αλλάξεις. Σε παρακαλούσα. Αλλά δεν ήμουν αυτή που κατάφερε τελικά να σε αλλάξει. Ήταν ο θάνατος του πατέρα μου. Η ζωή σου απέκτησε ενδιαφέρον. Άρχισες να ταξιδεύεις. Ήσουν χαρούμενη! Εσύ και η αδελφή μου ήσασταν αυτοκόλλητες, κάτι που σε έκανε πολύ χαρούμενη, αλλά εγώ είχα τη δική μου ζωή και ξέρω ότι αυτό σε πλήγωνε πολύ. Ήμουν τόσο χαρούμενη όταν ερωτεύθηκες στα 90! Τόσο χαρούμενη που έζησες τέσσερα χρόνια ευτυχίας με τον Walter και που όταν πέθανε, η άνοια σου προχωρούσε ήδη και ποτέ δεν κατάλαβες ότι η πραγματική σου αγάπη έφυγε. Με έκανες να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία.

Εκτός από εμάς.

Δεν μπορώ να σου φωνάξω που ήσουν τόσο σκληρή, αλλά προσπαθώ να σε κατανοήσω. Δεν μπορέσαμε ποτέ να βρούμε ένα κοινό σημείο επικοινωνίας. Και δεν θα το βρούμε ούτε τώρα! Ξέρω ότι ακόμα κι αν δεν είχες άνοια, πιθανότατα δεν θα με έπαιρνες στα σοβαρά. Θα μου έλεγες αυτό που συνήθιζες να λες, ότι είμαι εγωίστρια και υπερβολικά ανεξάρτητη, ότι πάντα υπήρχε αυτό το πρόβλημα μαζί μου. Και όπως πάντα, δεν θα έλεγα τίποτα.

Αλλά σε βλέπω να απομακρύνεσαι. Από εμένα. Από την αδελφή μου. Από τον εαυτό σου. Αισθάνομαι τα δάκρυα και την οργή να βράζει μέσα μου. Θυμάμαι όταν πέθανε ο μπαμπάς, κοιμήθηκα δίπλα σου όλο το βράδυ και ξύπνησες, κρατώντας με και φωνάζοντας «Τον θέλω πίσω!», παρόλο που τον μισούσες.

Μερικές φορές σε μισούσα κι εγώ. Μπορώ να το ομολογήσω. Αλλά κυρίως σε αγαπούσα. Σε αγαπούσα πραγματικά. Και σε θέλω πίσω!».