«Αγαπητέ σύζυγε, να γιατί τα πιάτα έμειναν και θα παραμείνουν άπλυτα…»

«Αγαπητέ σύζυγέ, θέλω να σου πω γιατί τα πιάτα δεν είναι πλυμένα και γιατί μια μέρα ίσως τα… πετάξω έξω από το παράθυρο.

Βλέπεις, ξεκίνησα να τα πλύνω, αλλά στα μισά της διαδρομής η μεγάλη μας τα έκανε πάνω της, οπότε έπρεπε την αλλάξω. Ήξερες ότι τα παιδιά κάνουν μωβ, ρευστά κακάκια όταν τρώνε μούρα; Ούτε εγώ μέχρι που τηλεφώνησα στην κυρία στα επείγοντα μέσα στο άγχος και τον φόβο. Τέλος πάντων, εκείνα τα πιάτα…»

Σας θυμίζει κάτι η παραπάνω εικόνα; Οι περισσότερες – αν όχι όλες οι μαμάδες – ζούμε τέτοιες καταστάσεις καθημερινά. Ξεκινάμε την μία δουλειά και την αφήνουμε στη μέση για να κάνουμε, τελικά, κάτι άλλο και μετά κάτι άλλο και, εν τέλει, δεν ολοκληρώνουμε τίποτα…

Μάλιστα, μέσα σε όλη αυτή τη δίνη υποχρεώσεων και ευθυνών, υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε υποχρεωμένες να απολογηθούμε, επειδή κάποιες δουλειές δεν έγιναν. Όχι απαραίτητα, επειδή κάποιος μας ζητάει να το κάνουμε, αλλά επειδή εμείς νιώθουμε ότι δεν κάνουμε κάτι σωστά.

Μία μαμά, η οποία προφανώς κουράστηκε να απολογείται για τις δουλειές του σπιτιού που δεν προλάβαινε να κάνει, γράφει τι ακριβώς συμβαίνει σε ένα σπίτι με μικρά παιδιά και γιατί τα πιάτα είναι και θα παραμείνουν άπλυτα

«Καθώς γύριζα στην κουζίνα είδα τα παιχνίδια πεταμένα παντού γύρω μου και – όπως καταλαβαίνεις – άρχισα να τα μαζεύω. Όταν ξαφνικά άκουσα ένα κλάμα από το δωμάτιο, ναι το μωρό είχε ξυπνήσει.

Οπότε σκέφτηκα: “Θα του φτιάξω ένα γάλα στα γρήγορα και μετά θα πλύνω τα πιάτα”. Αλλά, δυστυχώς, άλλη μία έκπληξη με περίμενε. Το μωρό μύριζε σαν… χαλασμένο τυρί! Έπρεπε να τον αλλάξω και αυτόν. Σκέφτηκα, επίσης, ότι έπρεπε και να πλύνω τον ποπό του, αλλά παρατήρησα ότι το μπάνιο ήταν βρώμικο άρχισα να καθαρίζω εκείνο. Μετά θυμήθηκα τις πετσέτες που περίμεναν να απλωθούν για να στεγνώσουν. Τις έβγαλα από το πλυντήριο και τις άπλωσα – αφού πρώτα είχα βάλει ένα ακόμη πλυντήριο με ρούχα των παιδιών. Όταν βγήκα στην ταράτσα για να απλώσω είδα να με κοιτούν τα ρούχα που είχα απλώσει το πρωί, τα μάζεψα και αυτά και τα δίπλωσα. Τα έβαλα στην άκρη για να σιδερωθούν αργότερα. Ακόμη μία δουλειά που άφησα για αργότερα.

Όταν μπήκα στο σπίτι από την ταράτσα το πόμολο της πόρτας μου… έμεινε στα χέρια και ένας τσιριχτός ήχος ακούστηκε. Σου είχα πει να αλλάξουμε την πόρτα γιατί έχει  “κρεμάσει”. Σου ζήτησα να φέρουμε ξυλουργό, αλλά αρνήθηκες. Μα, τι σας πιάνει εσάς τους άντρες με την βοήθεια; Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα. Δεν θυμάμαι γιατί ήρθα εδώ και εξέφρασα αυτή την απορία μου δυνατά στον… κανένα! Επιστρέφω προς την κουζίνα και τα πιάτα.

Α! Θυμήθηκα ότι λίγο νωρίτερα μου είχες στείλει ένα μήνυμα στο κινητό, οπότε ξαναγυρίζω στην κρεβατοκάμαρα για να βρω το τηλέφωνο – πατώντας πάνω σε τουβλάκια και αυτοκινητάκια που τα παιδιά έχουν σκορπίσει παντού στο πάτωμα. “ΠΑΙΔΙΑ! Μαζέψτε τα πράγματά σας” (ναι, ξέρω δεν θα το κάνουν). Αρχίζω να τα βάζω στη θέση τους. Το τηλέφωνο χτυπά – είναι η μαμά σου. Θέλει να μάθει αν τρως ψάρι για να σου φέρει σούπα!!! Της εξηγώ ότι δεν χρειάζεται, γιατί έχω ήδη μαγειρέψει και της κλείνω διακριτικά το τηλέφωνο, ενώ παράλληλα φωνάζω στην μεγάλη να μην βάζει στην τουαλέτα τα παιχνίδια της.

Παίρνω το κινητό για να σου απαντήσω. Μα, ποιο κλαίει πάλι; Ναι… εκείνο το μωράκι που άλλαξα, αλλά δεν τάισα ποτέ. Ας το ταΐσω και θα σε πάρω μετά, όπως και την αδερφή μου που έχω να της μιλήσω δύο μέρες και με έχει τρελάνει στα τηλέφωνα. Πού είχα μείνει; Στα πιάτα…

Χτυπά το κουδούνι. Ανοίγω με το μωρό στα χέρια. Είναι η μαμά σου με την… ψαρόσουπα. Την αφήνει στην κουζίνα όσο βάζω τον μικρό για ύπνο. Δεν πλένει τα πιάτα και δεν τα πλένω ούτε εγώ. Της φτιάχνω καφέ. Κάθεται στο σαλόνι και μου μιλάει φωνάζοντας. Δεν γίνεται να είμαι σε άλλο δωμάτιο, θα ξυπνήσει και το μωρό! Κάθομαι μαζί της. Μα, τι ώρα έχει πάει; Απόγευμα, η μαμά σου φεύγει, αλλά το μωρό ξύπνησε και η μεγάλη πεινάει. Πότε θα πλύνω τα πιάτα;

7 το απόγευμα. Γύρισες και τα πιάτα είναι ακόμα άπλυτα. Μάλλον θα φας από την κατσαρόλα την ψαρόσουπα της μαμάς σου, γιατί προφανώς το κοτόπουλο που έφτιαξα δεν είναι για “κρύες μέρες” και δεν κάνει. Εγώ θα μείνω νηστική και τα πιάτα άπλυτα μέχρι αύριο, ίσως και μεθαύριο, ίσως και για πάντα…»