Πώς θα βάλεις όρια στο παιδί σου; Κάνοντας τα λόγια σου πιο προσωπικά – Η ψυχολόγος εξηγεί

Πώς θα βάλλεις όρια στο παιδί σου; Κάνοντας τα λόγια σου πιο προσωπικά – Η ψυχολόγος εξηγεί

Οι περισσότεροι από μας επιθυμούμε να θέσουμε δύο ομάδες ορίων στα παιδιά μας. Στην πρώτη ομάδα τα όρια παραμένουν σχετικά σταθερά, ενώ αυτά στην δεύτερη αλλάζουν σύμφωνα με τη διάθεσή μας.

Τα σταθερά όρια

Ο κατάλογος των σταθερών ορίων θα μπορούσε να μεγαλώνει αδιάκοπα, καθώς περιέχει στοιχεία τα οποία οι γονείς σχεδόν σε κάθε πολιτισμό θεωρούν γενικά ότι εμπλουτίζουν ή προστατεύουν τη ζωή των παιδιών τους, όπως:

-Θέλω να βγάζεις τα παπούτσια σου πριν μπεις στο σαλόνι.
-Θέλω να τακτοποιείς τα παιχνίδια σου πριν πας για ύπνο.
-Θέλω να έρχεσαι μαζί μου στην εκκλησία μέχρι να μεγαλώσεις αρκετά ώστε να διαμορφώσεις τη δική σου άποψη για τη θρησκεία.
-Θέλω να έχω λόγο για το τι βλέπεις στην τηλεόραση.

Η χρήση προσωπικής γλώσσας κατά τη θέση αυτών των ορίων (“θέλω να…”) αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα, σε αντίθεση με τη χρύση απόλυτων όρων, όπως: “Δεν επιτρέπεται να μπαίνεις στο σαλόνι με τα παπούτσια σου”, ή “Δεν σου κάνει καλό να βλέπεις τα πάντα στην τηλεόραση στην ηλικία σου”. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι που το εξηγούν. Όταν οι κανόνες εκφράζονται προσωποποιημένα και όχι ως γενικές “αλήθειες” ή “στεγνοί” κανόνες, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία για τα παιδιά. Έτσι τα παιδιά σέβονται πολύ περισσότερο τόσο το όριο που τίθεται όσο και το πρόσωπο που εκφράζει αυτό το όριο.

Τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, τείνουν να αισθάνονται ότι είναι μικρά, ανεύθυνα, “λάθος”, ανόητα και ότι χρήζουν διόρθωσης, όταν βομβαρδίζονται αδιάκοπα από κανόνες. Συνεπώς, όταν αντιλαμβάνονται ότι τα σέβονται, είναι πολύ πιο πρόθυμα να συνεργαστούν.

Η δεύτερη ομάδα ορίων περιέχει όρια ο τύπος των οποίων είναι προσωπικός και ιδιοσυγκρασιακός, όπως:

-Δεν θέλω να παίξεις πιάνο αυτήν τη στιγμή. Θέλω λίγη ησυχία.
-Θα ήθελα να σου διαβάσω μία ιστορία αργότερα αλλά τώρα θέλω να μιλήσω με τη μητέρα σου.
-Σήμερα θέλω την μπανιέρα για τον εαυτό μου.
-Δεν θέλω να καθίσεις στην αγκαλιά μου τώρα. Θα πρέπει να μετακινηθείς.
-Δεν θέλω να παίρνεις τα βιβλία μου από το ράφι.
-Είναι μία από αυτές τις ημέρες που εύχομαι να μην είχα καθόλου οικογένεια! Θέλω να μείνω μόνος εκτός αν το σπίτι πιάσει φωτιά!
-Δεν θέλω να παίζεις με το μακιγιάζ μου.

Στις παραπάνω περιπτώσεις είναι η προσωπική γλώσσα αυτή που μεταφέρει το μήνυμα. Το συναίσθημα που εκφράζεται στην κάθε μία πρόταση είναι μικρότερης σημασίας. Οι λέξεις μπορούν να μας βλάψουν – τα γνήσια συναισθήματα δεν το κάνουν. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’ ένα γονέα που εκφράζει τη θλίψη, θυμό, επιπολαιότητα, χιούμορ ή εκνευρισμό.

Δεν έχει σημασία αν μερικές φορές τα παιδιά “αισθάνονται απόρριψη”, όταν ένας γονέας λέει κάτι απορριπτικό. Με τον τρόπο αυτόν μαθαίνουν ότι δεν μπορούν πάντα να παίρνουν αυτό που θέλουν, καθώς επίσης ότι τα άτομα ζουν μέσα στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής. Με άλλα λόγια μαθαίνουν ότι και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας έχουν τις δικές τους ατομικές ανάγκες.

Το παραπάνω προέρχεται από τη σελίδα της Ψυχολόγου κ. Μαρίας Μαγγανάρη.
Είναι βασισμένο στο βιβλίο του Jasper Juul “Το ικανό σου παιδί: προσεγγίζοντας νέες βασικές αξίες για την οικογένεια”, Εκδόσεις πουά.