«Να μου προσέχεις το κορίτσι» είπε η γιαγιά στη μαμά μου. Μόλις βγήκε από το δωμάτιο, εκείνη ξεψύχησε»

«Παραφράζοντας τον Σαίξπηρ, ως άλλος Ριχάρδος θα έλεγα αντιστοίχως «το βασίλειό μου για να ξαναφέρω πίσω τη γιαγιά μου», την τυφλή κυρα-Κωσταντία, την προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη.

Θα έδινα το βασίλειό μου για να ξαναπάω στο πατρικό του μπαμπά μου να τριγυρίσω στο μικρό σπιτάκι με το ξύλινο τραπέζι με τα συρτάρια και πάνω το ξύλινο ρολόι του παππού με το «τακ – τακ – τακ» που αντηχούσε στην ησυχία. Τον παππού να κάθεται στη γωνία, διαβάζοντας την εφημεριδούλα του, ήσυχος κι αυτός, με το πηγαίο χιούμορ του, που θα ζήλευε ακόμη κι ο πιο σπουδαίος σατιρικός καλλιτέχνης.

Θα έδινα το βασίλειό μου να τρέξω στη μικρή αυλή με τις γλάστρες, την πέτρινη βρύση, την κορομηλιά και τη βερυκοκιά, που με τα βερύκοκά της μάς έφτιαχνε το πιο νόστιμο και μυρωδάτο γλυκό του κουταλιού.

Θα έδινα το βασίλειό μου για μυρίσω την κουζίνα της. Μία φτωχική κουζίνα με ένα πετρογκάζ που η μπουκάλα κρυβόταν πίσω από ένα κομμάτι πανί. Μία κουζίνα που ίσα χωρούσε ένα μικρό τραπέζι και δυο καρέκλες, με ντουλάπια κολλημένα στον τοίχο.

Θα έδινα το βασίλειό μου να ανοίξω το ψυγείο της, για να χαζέψω το γάλα «Τίτι» -όπως λεγόταν- απλά γιατί ως παιδάκι που είχε αρχίσει δειλά δειλά να διαβάζει, του είχε κάνει εντύπωση το όνομα. «Άκου Τίτι, γάλα Τίτι; χα χα χα»

Θα έδινα το βασίλειό μου για να κρατήσω σημειώσεις εγώ η ίδια, μια κι εκείνη δεν μπορούσε, με όλα αυτά που μαγείρευε, τα μυστικά της, τη μαεστρία της. Μπορούσε να ταΐσει ένα σωρό κόσμο φτιάχνοντας αριστουργήματα, ακόμη κι αν στο ψυγείο είχε μόνο τυρί και ντομάτα, ενώ στο ντουλάπι της πατάτες και τα λίγα απαραίτητα.

Η γιαγιά Κωσταντία μπορούσε να κάνει θαύματα με κλειστά μάτια. Κυριολεκτικά με κλειστά μάτια. Γιατί η πανέμορφη προσφυγοπούλα με την αρχοντική ομορφιά της, έμεινε σχεδόν τυφλή, εξαιτίας του διαβήτη. Τότε, βλέπετε, δεν υπήρχε η ενημέρωση για την πρόληψη, όπως στα δικά μας χρόνια, και δεν πρόλαβε να ξεφύγει από το κακό. Ο διαβήτης της αλλοίωσε την όραση.

Θα έδινα το βασίλειό μου για να μην τη δω να κάνει ενέσεις ινσουλίνης στα πόδια της ή το τρέμουλο στο χέρι της.

Θα έδινα το βασίλειό μου να μπορούσε να δει και να μην ψηλαφίζει τον αδελφό μου για να καταλάβει πώς ήταν το προσωπάκι του, γιατί, όταν γεννήθηκε εκείνος, η γιαγιά είχε χάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την όρασή της.

Θα έδινα όμως, περισσότερο το βασίλειό μου για να ακούσω την ευχή της με τα ίδια μου τα αυτιά. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της έμεινε στο σπίτι της μοναχοκόρης της, της αδελφής του μπαμπά μου. Εκεί πηγαίναμε να τη δούμε και να μας δώσει ο παππούς λεφτά να του πάρουμε εφημερίδα και γαριδάκια.

Ήταν κοντά στο Πάσχα, όταν η γιαγιά μπήκε στο νοσοκομείο. Κανείς μας δεν ήθελε να πιστέψει, ότι δεν θα τη βλέπαμε ποτέ ξανά. Ήμουν τότε 12 ετών.

Μία μέρα Μαγιού -που λέει κι ο ποιητής- μάς μίσεψε. Η τελευταία που την είδε ήταν η μητέρα μου. Για εκείνη ήταν νύφη, για την μαμά μου η πεθερά. Ήταν το άκρως αντίθετο με την «παραδοσιακή έχθρα» πεθεράς – νύφης. Η κυρά – Κωσταντία ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικός, μακριά από στερεότυπα και κακίες.  Όπως θα λέγαμε με σύγχρονα λόγια, η γιαγιά ήταν “πολύ μπροστά” για την εποχή της. 

Δεν ήθελε την κόρη της, εκείνη τη στιγμή ήθελε τη νύφη της. «Να μου προσέχεις το κοριτσάκι μου», ήταν τα λόγια που είπε στη μαμά μου, η οποία τα άκουσε ευλαβικά και της έδωσε το λόγο της. 

Μόλις η μητέρα μου βγήκε από το δωμάτιο, μπήκε ο γιατρός. Βγαίνοντας είπε πως γιαγιά είχε φύγει για πάντα. Τα όμορφα, γελαστά της μάτια θα σφάλιζαν αιώνια…

Τώρα που πλησιάζει Πάσχα, θα έδινα το βασίλειό μου για να την ακούσω έστω μία φορά ακόμη να μου τραγουδά τα κάλαντα «του Λαζάρου», όπως τότε που ήμουν μικρή και την έπαιρνα τηλέφωνο για να μου το τραγουδήσει. 

Σ’ αγαπώ γιαγιά… Να χαμογελάς εκεί πάνω»