Κακή ποιότητα ωαρίων: Όσα πρέπει να ξέρει κάθε γυναίκα που θέλει να αποκτήσει παιδιά

Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που μου κάνουν είναι τι σημαίνει κακή ποιότητα ωαρίων. Πως φαίνεται (αν φαίνεται) και πώς καταλήγουμε σε αυτό το συμπέρασμα. Η μόνη αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα, η κακή ποιότητα ωαρίων φαίνεται και κρίνεται εκ του αποτελέσματος, είναι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο άμεσα συνυφασμένη με την πιθανότητα εμφύτευσης του εμβρύου και την εγκαθίδρυση και εξέλιξη μίας υγιούς εγκυμοσύνης.

Σίγουρα, η κακή ποιότητα ωαρίων συνδέεται στενά με την ηλικία της γυναίκας και το αποθεματικό των ωοθηκών. Η ποιότητα ωαρίων δε μπορεί όμως να προσδιοριστεί κοιτάζοντας “απλά” το ωάριο, όπως ακούω να λέγεται στα πλαίσια λήψης ιστορικού, αμέσως μετά από μία ωοληψία. Ή “απλά” μετρώντας τα ποσοστά γονιμοποίησης ή παρατηρώντας τις αρχικές διαιρέσεις των εμβρύων. Ναι μεν με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει μία αξιολόγηση, όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζετε οι περισσότεροι από εσάς που έχετε υποβληθεί μία ή περισσότερες δυστυχώς φορές σε εξωσωματική γονιμοποίηση, ακριβώς επειδή ένα ωάριο ή έμβρυο φαίνεται καλό στο εργαστήριο, αυτό δε σημαίνει κιόλας πως θα εμφυτευτεί.

Άρα, αυτό που περιγράφεται ως κακή ή καλή ποιότητα ωαρίων, ή και εμβρύων από εκεί και έπειτα, είναι κάτι πιο βαθύ, πιο σύνθετο, και σε καμία περίπτωση δε μπορεί να παραμετροποιηθεί μόνο με μορφολογικά κριτήρια.

Ας δούμε όμως ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που επηρεάζουν την ποιότητα των ωαρίων:

Μειωμένο αποθεματικό ωοθηκών. Με λόγια απλά, λιγότερα ωάρια, μικρότερη πιθανότητα για καλή ποιότητα. Με κάποιες εξαιρέσεις. Στην πράξη, μια γυναίκα που έχει αυξημένα τα επίπεδα της FSH την τρίτη ημέρα της εμμηνόρροιας θεωρείται ότι έχει μειωμένο «αποθεματικό ωοθηκών». Έχει παρατηρηθεί σε χιλιάδες κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης ότι οι γυναίκες με αυξημένα επίπεδα FSH έχουν σημαντικά χειρότερη ποιότητα ωαρίων και σπάνια μένουν έγκυες από μόνες τους. Φαίνεται όμως να μένουν έγκυες σχετικά εύκολα με ωάρια από δότριες ( εφόσον βέβαια δε συντρέχει και άλλος περιοριστικός παράγοντας υπογονιμότητας).

Ο ακριβής φυσιολογικός μηχανισμός πίσω από αυτό δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι όταν τα ωάρια αποκτώνται από γυναίκες με αυξημένα επίπεδα FSH, ενώ λαμβάνονται και γονιμοποιούνται κανονικά και υφίστανται φυσιολογικές (φαινομενικά) εμβρυϊκές διαιρέσεις έως την 3η ημέρα, σπάνια αναπτύσσονται πέρα ​​από το στάδιο των 8 κυττάρων, δημιουργούν σε πολύ μικρότερα ποσοστά βλαστοκύστεις και τα ποσοστά εμφύτευσης είναι πολύ μικρά. Η εμπειρία μου σε πολύ δύσκολα περιστατικά και γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικά ηλικίας, έχει δείξει πως όσο πιο μεγάλη δυσκολία υπάρχει στην παραγωγή ωαρίων λόγω μειωμένου αποθεματικού ωοθηκών, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για εξατομίκευση στη θεραπευτική προσέγγιση και σωστή προετοιμασία.

Όμως να θυμάστε:

Δύο γυναίκες με σχετικά ίδια χαρακτηριστικά όσον αφορά το αποθεματικό των ωοθηκών, όπως επιβεβαιώνονται και από την ΑΜΗ και από υπερηχογραφικά δεδομένα, δεν έχουν απαραίτητα την ίδια δυναμική για καλή ποιότητα ωαρίων, καθώς σημαντικό ρόλο παίζει και η αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας. Αυτός είναι ο 2ος κύριος παράγοντας που επηρεάζει την καλή ή κακή ποιότητα ωαρίων.

Γιατί, ακόμα και αν τα επίπεδα της FSH είναι φυσιολογικά, η ηλικία της γυναίκας παίζει σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της ποιότητας των ωαρίων. Μεγαλύτερη ηλικία ισοδυναμεί με μεγαλύτερη πιθανότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών και κακή ποιότητα ωαρίων. Όπως και με τις γυναίκες με αυξημένα επίπεδα FSH, τα ωάρια που λαμβάνονται από γυναίκες που διανύουν την 4η δεκαετία της ζωής τους ακόμα και αν “φαίνονται” φυσιολογικά, γονιμοποιούνται κανονικά και υφίστανται κανονικές εμβρυϊκές διαιρέσεις, τα έμβρυα έχουν δυναμική να εμφυτευτούν σε εξαιρετικά μικρό ποσοστό. Έτσι, λόγω των χαμηλών ποσοστών εμφύτευσης που παρατηρούνται διεθνώς σε γυναίκες άνω των 45 ετών, τα κανονικά επίπεδα FSH δε θεωρούνται «καθησυχαστικά».

Και εδώ, αυτό που θέλω να επισημάνω, είναι ότι το κλειδί στην επιτυχία κόντρα στη στατιστική είναι η εφαρμογή ενός εξατομικευμένου πλάνου δράσης ώστε να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος και η σωστή προετοιμασία και των δύο συντρόφων.

Γιατί;

Γιατί, συζητώντας για το θέμα αυτό με την Dr Birgit Wogatzky στο πρόσφατο συνέδριο COGI στη Βιέννη, επιστημονική διευθύντρια των Fertilovit, των ειδικών συμπληρωμάτων για το αναπαραγωγικό σύστημα, που εξειδικεύονται στη βελτίωση μοριακών παραμέτρων του κυττάρου με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των ωαρίων ανάλογα με τις ανάγκες κάθε γυναίκας χωριστά, αυτό που επίσης φαίνεται πως είναι σημαντικό για την καλή ποιότητα ωαρίων, είναι τι συμβαίνει σε μοριακό επίπεδο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Dr Wogatzky, ας παρομοιάσουμε κάθε ωάριο σαν ένα αντικείμενο που για να λειτουργήσει καλά χρειάζεται μία σειρά από μπαταρίες που του παρέχουν την απαραίτητη ενέργεια για την ομαλή λειτουργία του. Για τα ωάρια, οι μπαταρίες αυτές είναι τα μιτοχόνδρια, που ο ρόλος τους είναι η παραγωγή ενέργειας σε όλα τα κύτταρα των θηλαστικών.

Καθώς μία γυναίκα μεγαλώνει, μειώνεται η ικανότητα των μιτοχονδρίων για επαρκή παραγωγή ενέργειας.

Το ωάριο τροφοδοτείται μέσα από το κυκλοφορικό σύστημα πριν από την ωορρηξία και “συνδέεται” ξανά με αυτό μετά την εμφύτευση του εμβρύου στο ενδομήτριο. Όμως, κατά τη διάρκεια των επτά ημερών μεταξύ της ωορρηξίας και της εμφύτευσης, το ωάριο και ως εκ τούτου το έμβρυο που προκύπτει από αυτό μετά τη γονιμοποίηση, περιέχονται εντός μίας διάφανης ζώνης που περιβάλει το ωάριο, και εξαρτώνται αποκλειστικά από την ενέργεια που προέρχεται από τα μιτοχόνδρια που βρίσκονταν στο ωάριο κατά τη στιγμή της ωορρηξίας. Σε μοριακό επίπεδο δεν πραγματοποιείται μιτοχονδριακός αναδιπλασιασμός μέχρι ξανά μετά την εμφύτευση.

Έτσι, όπως εξηγεί η Dr Wogatzky, που το ερευνητικό της πεδίο στα Fertilovit επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην καλυτέρευση της ποιότητας των ωαρίων σε αυτό το στάδιο, τα ωάρια που προέρχονται από γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως φαίνονται “κανονικά”. κατά τη διάρκεια της ωοληψίας και η αρχική γονιμοποίηση και εμβρυϊκή ανάπτυξη παραμένουν μορφολογικά “κανονικά”. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αποθέματά της ενέργειας που τα τροφοδοτεί εξακολουθούν να είναι επαρκή. Ωστόσο, σύντομα λείπουν οι βιολογικές τους μπαταρίες (τα μιτοχόνδρια δεν παράγουν επαρκή ενέργεια ) με αποτέλεσμα να σταματά η διαίρεση.

Η εμφύτευση δεν επιτυγχάνεται επειδή το έμβρυο σταματά να διαιρείται πριν φτάσει στο στάδιο εμφύτευσης.

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε σε μοριακό επίπεδο αυτή τη λειτουργία, για καλύτερη ποιότητα ωαρίων, σε σχέση με την ομαλή λειτουργία και την παραγωγή ενέργειας από τα μιτοχόνδρια. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι πως η αναλυτική, σε βάθος καταγραφή των δεδομένων σας, είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο να γίνει κατανοητό γιατί φαίνεται να έχετε κακή ποιότητα ωαρίων και αν αυτό μπορεί να επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Σίγουρα υπάρχουν μηχανισμοί που δε μπορούν να ελεγχθούν, όμως υπάρχουν και πράγματα που μπορεί να επηρεάσουν θετικά την όποια προσπάθεια σας. Η εξατομίκευση και η λήψη σωστών αποφάσεων είναι το κλειδί.

Χαρούλα Μαθιοπούλου – Μπιλάλη,

Μοριακή Βιολόγος, με ειδίκευση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή,