«Θέλω πίσω εκείνα τα Χριστούγεννα…»: Το συγκινητικό κείμενο για τις Γιορτές των παιδικών μας χρόνων

Κάθε χρονιά που περνάει αναπολώ όλο και περισσότερο εκείνα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων που μοσχομύριζαν σπιτικά μελομακάρονα και δίπλες.

Τότε που όλα ήταν αυθεντικά… ακόμα και ο μπαμπάς μου μέσα στη στολή του Άγιου Βασίλη.

Τα Χριστούγεννα για μένα άρχιζαν πάντα με τα πρώτα κρύα. Μπορεί και στα τέλη του Νοέμβρη. Θυμάμαι τη λαχτάρα μου να κατεβάσουμε από το πατάρι το Χριστουγεννιάτικό μας δέντρο και τη μαμά μου να μου λέει πως δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα ζητώντας μου να κάνω λίγες μέρες παραπάνω υπομονή.

Οι μέρες αυτές περνούσαν πολύ γρήγορα και έτσι φτάναμε πάλι σε ένα από αυτά τα όμορφα, γεμάτα ξεγνοιασιά σαββατοκύριακα τα οποία ήταν πάντοτε αφιερωμένα στην οικογένεια. Και ερχόταν η ώρα όπου άκουγα την πόρτα από το πατάρι να ανοίγει και πεταγόμουν σα σίφουνας από όποιο μέρος του σπιτιού και αν βρισκόμουν.

Αστραπιαία βρισκόμουν πάνω στη σκάλα προσπαθώντας να φτάσω όλα τα απαραίτητα. Πρώτα το δέντρο και ύστερα τις κούτες που απ’ έξω έγραφαν με μεγάλα γράμματα «Χριστουγεννιάτικες μπάλες & Χριστουγεννιάτικα στολίδια».

Το στόλισμα του δέντρου ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Γινόταν πάντοτε μετά μουσικής και φυσικά με την παρουσία ολόκληρης της οικογένειας. Οι δουλειές μοιράζονταν.

Ο μπαμπάς συνήθως αναλάμβανε τη μεταφορά των επίπλων και το στήσιμο του δέντρου. Μετά τον θυμάμαι να παίζει με τη βελόνα του πικάπ και να επιλέγει τα καλύτερα, γιορτινά τραγούδια.

Εμείς ξετυλίγαμε προσεκτικά ένα-ένα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια τα οποία βρίσκονταν καλά τυλιγμένα μέσα σε φύλλα εφημερίδων δημιουργώντας μια πολύ ευχάριστη φασαρία! Λίγο ξεσκόνισμα και όλα έτοιμα… πολύχρωμες μπάλες, κόκκινα, παλαιικού στυλ κουτάκια σε σχήμα δώρου με ακαθόριστα γεωμετρικά σχήματα επάνω, ξύλινες σβούρες και υφασμάτινες καρδιές (συλλεκτικά κομμάτια για τα vintage μαγαζιά του 21ου αιώνα).

Το δέντρο γέμιζε, το αστέρι έστεκε καμαρωτό στην κορυφή και έμεναν μόνο τα λαμπάκια τα οποία αναβόσβηναν στο ρυθμό ενός ξεκούρδιστου μονοτονικού ήχου που έμοιαζε με Χριστουγεννιάτικο τραγούδι δίνοντας μια cult νότα στην υπόθεση. Αλλά ακόμη κι αυτό μου φαινόταν υπέροχο μιας και δεν ήταν λίγες οι φορές που έμενα ξύπνια κοιτώντας από το κρεβάτι μου τις σκιές που δημιουργούνταν από τα φωτάκια στον τοίχο του χολ… και ένιωθα ευτυχισμένη.

Οι επόμενες μέρες περνούσαν γιορτινά. Το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία άρχιζε να γεμίζει με χριστουγεννιάτικες πιατέλες γεμάτες μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε γαρύφαλλο, πορτοκάλι, μέλι και κανέλα… μυρωδιές που τις ακολουθούσες τυφλά σαν υπνωτισμένος μη μπορώντας να αντισταθείς στο μεθυστικό τους άρωμα.

Και έτσι ερχόταν η ώρα για τα οικογενειακά Χριστουγεννιάτικα τραπέζια. «Αθάνατη ελληνική οικογένεια», αναφωνώ! Τι αναμνήσεις, τι όμορφες στιγμές… Ο φούρνος έπαιρνε φωτιά από την προηγούμενη μέρα και τα φαγητά είχες την εντύπωση ότι θα τάιζαν ολόκληρο λόχο. Θυμάμαι ότι ετοιμάζαμε το μεγάλο τραπέζι στρώνοντάς το με το καλό τραπεζομάντηλο (που είχαμε για τις γιορτές!) στριμώχνοντας με ακρίβεια τα πιάτα το ένα δίπλα στο άλλο για να χωρέσουμε όλοι.

Το κουδούνι χτυπούσε σαν τρελό. Με πόση χαρά άνοιγα κάθε φορά την πόρτα! Αντίκριζα απέναντί μου αγαπημένα πρόσωπα και ανταλλάζαμε ολόψυχα τα πιο λαμπερά μας χαμόγελα. Το σπίτι γέμιζε γνώριμες φωνές, άλλες πιο ηλικιωμένες και άλλες πιο νέες δημιουργώντας την πιο ευχάριστη «χάβρα».

Γιαγιάδες, παππούδες, θείοι, θείες, ξαδέρφια, καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι. Στριμωχνόμασταν άτακτα στους καναπέδες, στις καρέκλες ή όπου έβρισκε ο καθένας και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι. Τα βινύλια στριφογυρνούσαν ασταμάτητα. Οι μεγαλύτεροι συζητούσαν πίνοντας το κρασί τους και οι μικρότεροι έτρεχαν γύρω-γύρω μη μπορώντας να συγκρατήσουν τη χαρά τους παίρνοντας σβάρνα ότι έβρισκαν μπροστά τους.

Το δέντρο από κάτω γέμιζε πάντα με δώρα μιας και τότε όλοι έφερναν το κατιτίς τους. Άλλα ήταν μέσα σε κουτιά, μικρά ή μεγάλα, και άλλα ήταν αμπαλαρισμένα με πολύχρωμο χαρτί… όλα όμως είχαν φιόγκους από χρυσές και κόκκινες κορδέλες έτοιμοι να ξελυθούν μόλις θα δινόταν το σύνθημα. Μετά το φαγητό και πριν το γλυκό.

Η ατμόσφαιρα δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Στα οικογενειακά αυτά τραπέζια άκουγες τα πάντα αλλά κυρίως ιστορίες από τα παλιά που ακόμη και αν είχες ξανακούσει σου φαίνονταν πάντα το ίδιο αστείες και συναρπαστικές.

Αυτές τις στιγμές τις ζούσαμε δύο φορές. Μία την ημέρα των Χριστουγέννων και μία την ημέρα της αλλαγής του χρόνου. Πάντα με την ίδια ένταση. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το τραπέζι ξεκινούσε πιο αργά και είχε σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια.

Αφού ανταλλάζαμε τα δώρα σειρά είχε η βασιλόπιτα. Θυμάμαι πως παρακαλούσα να τύχει το φλουρί στο κομμάτι μου όπως θυμάμαι και την απογοήτευσή μου όταν αυτό δε συνέβαινε ποτέ (γιατί δε μετράει η φορά που επίτηδες βρέθηκε ένα φλουρί ανάμεσα στο κομμάτι το δικό μου και του αδερφού μου… μάντεψε ποιανού ιδέα ήταν!).

Η απογοήτευσή μου, βέβαια, κρατούσε λίγο γιατί η βραδιά δεν τελείωνε εκεί… Όλο και κάποιος από την οικογένεια (με λίγη περισσότερη αγάπη στο τζόγο) θα έβγαζε μια τράπουλα απ’ την τσέπη του και θα την πέταγε στο τραπέζι ξεφωνίζοντας «Έτσι, για το καλό!». Δεν έλειπε κανείς από το παιχνίδι, μικροί – μεγάλοι, όλοι εκεί. «Τριανταμία».

Ξαφνικά επικρατούσε αναστάτωση, όλοι έψαχναν τις τσέπες τους, άδειαζαν τις τσάντες τους, εμείς ανοίγαμε τους κουμπαράδες μας… στο τραπέζι έβλεπες παντού ταλιράκια και εικοσάρικα, κάπου κάπου κάνα (ε)καστοστάρικο και πιο σπάνια κανένα πεντακοσάρικο (από τους θαρραλέους της παρέας). Τα γέλια δεν είχαν σταματημό και οι φωνές ήταν ζωντανές μέχρι το πρωί. «Ποιος θα κάνει τη μάνα;», «Να σου βγάλω άλλο φύλλο;», «Κάηκες» και δώσ’ του τα γέλια και τα χειροκροτήματα.

Και όλο το σπίτι είχε γεμίσει ευτυχία. Ο καινούριος χρόνος είχε ήδη φέρει το πολυτιμότερο δώρο. Την οικογένεια. Ενωμένη και ευτυχισμένη.

Αυτά τα Χριστούγεννα θέλω πίσω. Τότε που στη ζωή μας ήμασταν πιο πολύ «συνάνθρωποι» παρά «άνθρωποι». Τότε που οι οικογενειακές στιγμές δεν ήταν αγγαρεία.

Τότε που στολίζαμε το δέντρο όλοι μαζί μέσα σε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα και όχι έχοντας την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει ειδήσεις. Τότε που περιμέναμε να γίνει η ζύμη για να πλάσουμε τα μελομακάρονα και δεν πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς να αγοράσουμε έτοιμα.

Τότε που περιμέναμε με χαρά να χτυπήσει η πόρτα για κάλαντα και δε δυσανασχετούσαμε στο άκουσμά τους. Τότε που όλα τα απλά πράγματα είχαν αξία. Τότε που η διαδικασία είχε αξία. Τότε που δεν ξεχνούσαμε τι θα πει οικογένεια, αγάπη και ευτυχία. Τότε που όλα ήταν αυθεντικά… και ανθρώπινα.

Ζούμε σε μια εποχή όπου ξεχνάμε να ζούμε…

Πηγή:

Μυρτώ Αγγελάτου