Μία νεαρή γυναίκα, τα παιδιά της οποίας υιοθετήθηκαν, θέλει να μάθουν, ότι έχει ακόμη μόλις έξι μήνες ζωής. Όμως οι κανόνες υιοθεσίας δεν της δίνουν την άδεια για απευθείας επαφή, και επομένως δεν μπορεί να είναι σίγουρη, αν θα τους το πουν.
«Όταν έμθα τα νέα για την ασθένειά μου, πήρα αμέσως τηλέφωνο τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ήθελα απλά να μάθω αν τα παιδιά μου ήταν εντάξει», ανέφερε η γυναίκα.
Εκείνο το χρονικό διάστημα, είχε επτά χρόνια να ακούσει νέα τους από τα 11 εκ των οποίων είχαν απομακρυνθεί από εκείνη. Ως έφηβη μαμά που μπαινόβγαινε σε κέντρα φροντίδας και δεν είχε δίκτυο υποστήριξης, οι κοινωνικές υπηρεσίες την έκριναν ακατάλληλη να φροντίσει τα παιδιά της.
Η ίδια περιγράφει τη στιγμή που έβλεπε τα 14 μηνών διδυμάκια της να φεύγουν μακριά της με μία άλλη οικογένεια, ως τη χειρότερη ημέρα της ζωής της. Ήταν 16 ετών και πάλευε για κάτι παραπάνω από έναν χρόνο να τα κρατήσει κοντά της.
«Η μαμά μου συνήθιζε να με χτυπά μέχρι να μελανιάσω. Πιστεύω ότι ανησυχούσε μήπως επαναλάβω τη ζωή της», υποστηρίζει.
Όπως αρκετοί γονείς στη Βρετανία, έτσι και η Χάνα μπορούσε να επικοινωνεί με τα παιδιά της, μόνο μέσω αλληλογραφίας, μία συμφωνία που σήμαινε, ότι θα ανταλλάσσει γράμματα εκείνη με τους θετούς γονείς των παιδιών, μέχρι εκείνα να φτάσουν 18 ετών.
Στην περίπτωσή της, η δικαιοσύνη είχε αποφασίσει την επέκταση της αλληλογραφίας από μία ή δύο τον χρόνο σε τρεις, ενώ της επιτρεπόταν να στέλνει κάρτες γενεθλίων και Χριστουγέννων καθώς και φωτογραφίες από τους θετούς γονείς τους.
Ένα χρόνο αφότου έφυγαν τα παιδιά της, χάρη στην αλληλογραφία η Χάνα έλαβε τα πρώτα γράμματα. Όμως, αντί να την ανεβάσουν ψυχολογικά, την βύθισαν στην κατάθλιψη.
«Τα γράμματα ήταν γραμμένα από τα παιδιά μου λέγοντας: “Η μαμά και ο μπαμπάς έκαναν αυτό για μας, έκαναν το άλλο”. Αλλά τα παιδιά μου ήταν μόλις δύο ετών. Ήταν ξεκάθαρο, ότι δεν τα είχαν γράψει εκείνα όλα αυτά τα λόγια», λέει η Χάνα.
Όσο περνούσε ο καιρός, γράμματα συνέχιζαν να έρχονται. Ωστόσο, εκείνη δεν τα διάβαζε. «Ήταν σαν να ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο τελετουργικό: πήγαμε διακοπές, κάναμειππασία. Δεν μου έλεγαν κάτι που ήθελα να γνωρίζω, όπως πώς μεγαλώνουν τα παιδιά μου ή τι ενδιαφέροντα έχουν», σημειώνει η μητέρα.
Η Χάνα δεν έγραφε πίσω στα παιδιά της, επειδή την κατέβαλλε το αίσθημα της απώλειάς τους. Τέσσερα χρόνια μετά την υιοθεσία, όταν η ζωή της μπήκε σε μία τροχιά, επιτέλους αποφάσισε να τους γράψει.
«Έγραψα για τη ζωή μου, ότι είχα έναν σύντροφο τώρα και ότι δούλευα. Τους έγραψα για τη δουλειά μου και το νέο μου σπίτι, το πόσο μου έλειψαν και πόσο δύσκολο ήταν για μένα αυτό. Επίσης, τους είπα, ότι τα σκέφτομαι κάθεμέρα και εύχομαι να ήταν μαζί μου», συνεχίζει η μητέρα.
Παρόλα αυτά, μερικές εβδομάδες αργότερα, έλαβε μία ειδοποίηση από την τοπική αρχή, ότι το γράμμα της δεν εστάλη, επειδή ένα μέρος του περιεχομένου του κρίθηκε ακατάλληλο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η υπηρεσία υιοθεσιών της τοπικής κοινότητας λειτουργεί ως μεσάζων στην αλληλογραφία. Αυτό σημαίνει ότι οι αξιωματούχοι ελέγχουν τι γράφεται στις επιστολές.
«Οι κοινωνικές υπηρεσίες μού είπαν, ότι δεν θα έπρεπε να πω πού δουλεύω, ούτε να πω ότι ευχόμουν να είναι τα παιδιά μα ζί μου. Όλα θα έπρεπε να είναι θετικά. Τηλεφώνησα για βοήθεια, αλλά εκείνοι απλά μου έστειλαν φυλλάδια με οδηγίες για το πώς να γράφω χωρίς να προκαλώ τα αισθήματά τους. Έτσι, τα παράτησα», αναφέρει η Χάνα.
Μετά λίγο καιρό, σταμάτησαν να έρχονται γράμματα και από τα παιδιά.
Όταν η Χάνα ανακάλυψε ότι δεν της είχε μείνει πολύς καιρός ζωής ακόμη, ρώτησε αν θα το μάθουν τα παιδιά της.
Ενημέρωσε την τοπική αρχή, ότι είχε νεφρική ανεπάρκεια στο τέταρτο στάδιο, είχε μπροστά της μόνο έξι μήνες ζωής και ήθελε να έχει μία επαφή με τα δίδυμά της. Αλλά δεν συνέβη ποτέ. Δύο μήνες μετά, έλαβε ένα μάτσο 12 παλιών γραμμάτων από τους θετούς γονείς και που δήθεν τα είχε «χάσει» η τοπική αρχή.
Τελικά, επικοινώνησε με την υπηρεσία για έναν διαφορετικό λόγο και τους είπε την ιστορία της, ενώ μετά από μία διαδικασία ενημέρωσαν τους θετούς γονείς για την κατάσταση της υγείας της.
«Τελικά κατάφερα να πω στα παιδιά μου ένα σωρό πράγματα που είχα στο μυαλό μου και που ήθελα να τα γνωρίζουν», λέει η Χάνα. Σε αυτήν την αλληλογραφία τους είπε ότι τα σκέφτεται κάθε μέρα, τους είχε βάλει κάποια πραγματάκια από τότε που ήταν μωρά αλλά και φωτογραφίες τους που είχαν στο σπίτι.
Όταν όμως ξανά το γράμμα έφτασε στους μεσάζοντες, πάλι της είπαν ότι δεν μπορούσε να το στείλει στα παιδιά της, παρά μόνον όταν θα έκλειναν τα 18. Λίγο μετά, έλαβε μία φωτογραφία των παιδιών της από τους θετούς γονείς.
«Την μέρα που έλαβα τη φωτογραφία θα έμπαινα για εγχείριση. Φοβόμουν ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά και ήθελα να ξέρω ότι πήραν το γράμμα μου. Θα με έκανε πιο αποφασισμένη να μην τα παρατήσω», λέει η Χάνα.
«Είμαι μαχήτρια. Δεν πηγαίνω πουθενά, αν δεν είμαι προετοιμασμένη. Το επόμενο βήμα είναι να συναντήσω τα παιδιά μου. Εάν είμαι ζωντανή, μπορούν να με βρουν. Αν όχι, αν ψάξουν θα δουν τα δικαστικά έγγραφα και θα δουν ότι έδωσα μάχη για να τα κρατήσω μαζί μου», καταλήγει.
Πηγή: BBC