Ποινικοποιείται το Bullying: Έρχονται αυστηρές ποινές ακόμα και για όσους δεν το καταγγέλουν

Ποινικοποιείται το Bullying: Έρχονται αυστηρές ποινές ακόμα και για όσους δεν το καταγγέλουν

Πρόσω ολοταχώς για ποινικοποίηση του εκφοβισμού, όχι μόνο στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία, βάζει πρόταση νόμου του βουλευτή του ΑΚΕΛ, Ανδρεά Πασιουρτίδη, ο οποίος προτείνει αυστηρές ποινές σε όσους επιδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορές.

Στην πρότασή του, προτείνει την προσθήκη άρθρων που θα ορίζουν τον όρο «εκφοβισμός», «παρενόχληση», «συμπεριφορά», αλλά και επιβολή ποινών για παράλειψη από πολίτη να καταγγείλει περιπτώσεις εκφοβισμού.

Τι αναφέρεται στην έκθεση του κ. Πασιουρτίδη

Στην αιτιολογική του έκθεση, που συνοδεύει την πρόταση νόμου, ο κ. Πασιουρτίδης αναφέρει ότι σκοπός του νόμου είναι η ποινικοποίηση του εκφοβισμού, ο οποίος συνίσταται από σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση και προσβολή της αξιοπρέπειας ασθενέστερων ατόμων και έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τόσο στην Κύπρο, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το φαινόμενο αυτό, αναφέρει, «δεν περιορίζεται στις σχολικές δομές αλλά έχει παρατηρηθεί σε όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές δομές, περιλαμβανομένων του στρατού, των αθλητικών σωματείων, της οικογένειας και του χώρου εργασίας».

Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ επικαλείται εξάλλου τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος χαρακτηρίζει τον εκφοβισμό «μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας».

«Οι συνέπειες του εκφοβισμού δεν περιορίζονται στο θύμα, αλλά επηρεάζουν επίσης το θύτη, αλλά και τους μάρτυρες. Οι επιπτώσεις στο θύμα, ειδικότερα στην ψυχική του υγεία, είναι τεράστιες και δύσλυτες, ενώ το πρόσωπο που διαπράττει εκφοβισμό αναπτύσσει νοοτροπία του θύτη και της ατιμωρησίας», σημειώνει ο κ. Πασιουρτίδης.

Όπως εξηγεί, τα είδη εκφοβισμού ποικίλουν και αφορούν μεταξύ άλλων σωματική βία, σεξουαλική βία, απειλές, πειράγματα, κοινωνικό αποκλεισμό και ψυχολογική βία, μορφές που έχουν εξαπλωθεί και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ως εκ τούτου, παρόλο που κάποιες μορφές εκφοβισμού όπως η σωματική ή σεξουαλική βία αποτελούν ποινικά αδικήματα, εντούτοις προς το σκοπό του εκφοβισμού δεν ποινικοποιούνται από τον Ποινικό Κώδικα ή οποιονδήποτε άλλο νόμο της Δημοκρατίας.

«Η πρόληψη του εκφοβισμού στα σχολεία και στον αθλητισμό ήδη απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και ως αποτέλεσμα έχουν πρόσφατα τεθεί σε ισχύ δύο σχετικές νομοθεσίες για την αντιμετώπιση του στους τομείς αυτούς. Η πρόληψη όμως, δεν είναι αρκετή για καταπολέμηση του φαινομένου αυτού απαιτεί και την ποινικοποίηση του, ώστε να αντιμετωπιστεί η νοοτροπία ατιμωρησίας που αναπτύσσεται στον θύτη και να παρασχεθεί ικανοποιητική προστασία στο θύμα», καταλήγει η έκθεση του βουλευτή.

Τι αλλάζει

Βάσει της πρότασης νόμου, ορίζεται ο όρος εκφοβισμός, ο οποίος θα σημαίνει, «πρόσωπο το οποίο επανειλημμένα προβαίνει σε συμπεριφορά που συνιστά παρενόχληση με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ή της υπόληψης του θύματος ή τη δημιουργία εκφοβιστικού, ταπεινωτικού, μειωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5,000 ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου ισχύι Νόμου.

Σε περίπτωση που το πρόσωπο που προβαίνει στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) συμπεριφορά που συνιστά παρενόχληση είναι σε θέση ισχύος έναντι του θύματος, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην τοιαύτη συμπεριφορά υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου ισχύι Νόμου.

Για σκοπούς του εδαφίου (1) πρόσωπο θεωρείται ότι σκοπεύει να προκαλέσει με τη συμπεριφορά του την προσβολή της αξιοπρέπειας ή της υπόληψης του θύματος και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού, μειωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί ή είναι πιθανό ότι θα προκαλέσει τα πιο πάνω».

Ακολούθως, η πρόταση νόμου ορίζει τον όρο «παρενόχληση», που σημαίνει την πρόκληση φόβου, ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο, τον όρο «συμπεριφορά», που σημαίνει μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες πράξεις:

Α) απειλή

Β) χρήση επιθετικών ή προσβλητικών ή μειωτικών εκφράσεων προς το θύμα ή στην παρουσία αυτού

Γ) επιθετικές ή προσβλητικές ή μειωτικές πράξεις προς το θύμα ή στην παρουσία αυτού

Δ) οποιαδήποτε πράξη εύλογα αναμένεται ότι θα προκαλέσει

(i) σωματική ή ψυχική βλάβη στο θύμα περιλαμβανομένου του αυτοτραυματισμού

(ii) ανησυχία ή αγωνία στο θύμα για την ασφάλεια του ή την ασφάλεια οποιουδήποτε άλλου προσώπου.

Ποινές για όσους δεν καταγγέλλουν

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρότασης, είναι ότι προβλέπει ποινές και για όσους πολίτες παραλείπουν να καταγγείλουν περιπτώσεις εκφοβισμού.

Σύμφωνα πάντα με την πρόταση, «πρόσωπο το οποίο παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση σε βάρος ανήλικου προσώπου ή προσώπου με σοβαρές διανοητικές ή ψυχικές ανεπάρκειες, η οποία, περιέχεται σε γνώση του, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ ή και τις δύο αυτές ποινές.

Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, κατά την επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο λαμβάνει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παραλείπει να καταγγείλει ή δεν προωθεί καταγγελία, είναι εκπαιδευτικός, λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών ή επαγγελματίας υγείας, όπως ψυχίατρος, ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος επαγγελματίας με συναφείς προς το αντικείμενο δραστηριότητες.

Κατά την επιμέτρηση της ποινής για την διάπραξη  του προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) αδικήματος δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) πρόσωπα παρέλειψαν να προβούν σε καταγγελία λόγω του επαγγελματικού τους απορρήτου.

«Γενική αόριστη και αφηρημένη η φράση bullying»

Πάντως από νομικής πλευράς, το ενδεχόμενο να μπορέσει η πρόταση νόμου να προχωρήσει και να ψηφιστεί σε νόμο είναι κάτι αρκετά δύσκολο, αφού χρειάζεται μελέτη και τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, καθότι η φράση bullying είναι γενική και αόριστη.

Σύμφωνα με τον ποινικολόγο, Γιάννη Πολυχρόνη, «οι ποινικοί νόμοι, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρέπει να είναι ξεκάθαροι. Δηλαδή να είναι επαρκές προσβάσιμοι (accessibility) και προβλέψιμοι (foreseeability). Πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένοι, ούτως ώστε ο άλλος να γνωρίζει εκ των προτέρων ποια συγκεκριμένη πράξη απαγορεύει η πολιτεία επ’ απειλή ποινικής κύρωσης. Δηλαδή φυλάκιση. Το πρόβλημα με το να ποινικοποιηθεί το bullying είναι να προσδιοριστούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος, με τέτοιο τρόπο ώστε να πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο, γιατί εκ των προτέρων η φράση bullying είναι γενική, αόριστη και αφηρημένη. Άλλο η δημόσια εξύβριση, άλλο να αστιέψω κάποιον, άλλο να είμαι αγενής μαζί του, που δεν είναι αδίκημα και άλλο να τον εκφοβίσω μέσω μιας συγκεκριμένης παρατεταμένης συμπεριφοράς, που ο μέσος κοινός λογικός άνθρωπος μπορεί να θεωρήσει  ότι μπορεί να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα».

Όπως εξήγησε, «δεν είναι όπως τη δημόσια εξύβριση που οποιοσδήποτε εξυβρίσει άλλο πρόσωπο δημόσια, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος. Το δύσκολο στο να δημιουργηθεί μια τέτοια νομοθεσία είναι να θεσμοθετηθεί ένας τέτοιος ποινικός νόμος, ούτως ώστε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος να πληρούν τις προϋποθέσεις του Accesibility και του foreseeability».

Για να κατορθώσει η Κύπρος να ποινικοποιήσει τον εκφοβισμό, θα πρέπει με βάση την εκτίμησή του, να μελετήσει μοντέλα που υιοθετούν άλλες χώρες, αλλά και να γίνει μια έρευνα κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί μια τέτοια νομοθεσία στο αγγλοσαξωνικό σύστημα που εφαρμόζει η Κύπρος.

«Πρέπει να μελετηθούν τα μοντέλα άλλων χωρών, τόσο σε θέμα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, δηλαδή τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όσο και σε θέμα δικονομίας. Ποια είναι τα μέσα που έχουν. Για παράδειγμα στην Κύπρο που εφαρμόζει το αγγλοσαξωνικό σύστημα, η γνώμη ενός μάρτυρα δεν είναι αποδεκτή ως μαρτυρία. Οι μάρτυρες καταθέτουν σαν γεγονότα. Υπάρχει κανόνας που απαγορεύει τη μαρτυρία γνώμης, άρα πως μπορεί να λέει κάποιος την γνώμη του ότι ήταν bullying, αφού δεν είναι αποδεκτή; Πρέπει να λέει τη μαρτυρία του».

Σε άλλη χώρα όμως, συνέχισε, «όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, είναι αποδεκτή η μαρτυρία γνώμης. Πρέπει να μελετήσουμε όλα τα δεδομένα και να αποφασίσουμε αν μπορούμε να εφαρμόσουμε κάποιο μοντέλο μιας άλλης χώρας».

πηγή: reporter.com.cy

Διαβάστε ακόμα:

Πασχαλινά έθιμα της Κύπρου: Τα μυστικά της φλαούνας, της πασκιάς και η βαφή αυγών με λιζάρι

Το σφαλμά του σύγχρονου γονιού: Πώς μεγαλώνουμε παιδιά με μηδενικές αντοχές

Στην Αστυνομία 11χρονος για κατοχή κροτίδων – Συλλήψεις για παράνομη κατοχή εκρηκτικών