Πολύ συχνά, κρίνουμε τα παιδιά ανάλογα με το αν είναι υπάκουα ή όχι, και τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς με το κατά πόσο έχουν τον έλεγχο πάνω στο παιδί.
Ένα παιδί που αντιστέκεται στη φυσιολογική του επιθυμία να σηκωθεί, να τρέξει, να παίξει, και να εξερευνήσει, είναι αυτόματα ένα «καλό παιδί».
Αντίθετα, ένα παιδί που έχει την αυτοπεποίθηση και το θάρρος θα διεκδικήσει και να ακούσει τις ανάγκες του, ακούει συνεχώς ότι είναι άτακτο και ανυπάκουο.
Γιατί ένα υπάκουο παιδί είναι ένα καλό παιδί; Δε θα ήταν προτιμότερο να δίνουμε περισσότερη αξία στην συνεργασία, και τη συναίνεση; Θέλουμε πραγματικά να μάθουμε στα παιδιά μας ότι πρέπει να υπακούν τύφλα, και να μην σκέφτονται για τον εαυτό τους;
Αντί να λέμε στα παιδιά μας να μην αντιμιλούν, πρέπει να τα μάθουμε πως να διαφωνούν με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να υπερασπιζονται τις αξίες και τις απόψεις του, δείχνοντας παράλληλα σεβασμό και αφήνοντας χώρο και στον άλλο να εκφραστεί.
Η τυφλή υπακοή δεν είναι χαρακτηριστικό ενός “καλού” παιδιού, αλλά ενός παιδιού που έμαθε να πνίγει τη φωνή του, για να γίνει αποδεκτό από το περιβάλλον του.
Είναι πραγματικά αυτό που θέλουμε να μάθουμε στα παιδιά μας;