Τα διαζύγια σήμερα τείνουν να γίνουν κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει όχι μόνο το εμπλεκόμενο ζευγάρι, αλλά πολύ περισσότερο, αν υπάρχουν, τα παιδιά!
Το πώς μπορεί να αντιδράσει ένα παιδί στο άκουσμα της διάλυσης της οικογένειάς του όπως την ήξερε δεν μπορεί να το προκαταβάλλει κανείς. Υπάρχουν όμως συμπεριφορές που μπορεί να είναι κοινές όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει.
Ένας σημαντικός παράγοντας, λοιπόν, όταν εξετάζουμε τη σχέση γονέα-παιδιού στις διαζευγμένες οικογένειες, είναι η ηλικία του παιδιού όταν οι γονείς του χωρίζουν.
Τα αναπτυξιακά στάδια και οι γνωστικές λειτουργίες, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες και έμμεσες αντιδράσεις των παιδιών στο χωρισμό των γονέων.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, χαρακτηρίζονται από την κατάκτηση βασικών στόχων, όπως: σωματικό, γνωστικό, συναισθηματικό.
Το αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών, συνάδει με το βαθύ δεσμό γονέα-παιδιού, την επάρκεια του γονέα, και τη σταθερότητα του περιβάλλοντος.
Οι Wallerstein & Kelly (1975), μελέτησαν τις αντιδράσεις των παιδιών, ηλικίας 2,5 – 6 ετών, στην αρχική φάση του χωρισμού των γονέων. Βρέθηκε ότι στα μικρότερα παιδιά, ηλικίας 2,5 – 3,5 ετών, παρουσιάστηκε παλινδρόμηση στον έλεγχο των σφιγκτήρων, γενικευμένο άγχος, επιθετικότητα, και διαταραχές ύπνου. Τα παιδιά ηλικίας 3,75 – 4,75 ετών, παρουσιάστηκε επιθετικότητα, σύγχυση, κλάμα, και απορία για την απώλεια του εκλιπόντα γονέα. Στα μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας 5 – 6 ετών, παρατηρήθηκε επιθετικότητα, άγχος, υπερκινητικότητα, και δυσθυμία. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας, σε σχέση με τα μικρότερα, είχαν μεγαλύτερη δυνατότητα εύρεσης και χρήσης υποστηρικτικών συστημάτων, εκτός σπιτιού – φίλους.
Η δυσκολία και η σύγχυση στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, οφείλεται στην έλλειψη γνωστικής ικανότητας των παιδιών της ηλικίας αυτής, και κατ επέκταση, στην απουσία δυνατότητας κατανόησης του χωρισμού των γονέων (Χατζηχρήστου,1999). Επίσης, η δυσκολία στην διάκριση φανταστικού και πραγματικού, συνάδει στη δημιουργία προεκτάσεων και μη ρεαλιστικών εξηγήσεων, που έχει σαν αποτέλεσμα συναισθήματα ενοχής και αυτό μομφής (Wallerstein & Kelly, 1975).
Στα παιδιά σχολικής ηλικίας 6 – 12 ετών, οι αντιδράσεις στον χωρισμό των γονέων, χαρακτηρίζονται από θλίψη, φόβο, άγχος, οργή, μείωση στη σχολική επίδοση, αναζήτηση των αιτίων για το διαζύγιο, και εσωτερικές συγκρούσεις για την επιλογή του γονέα που θα υποστηρίξουν.
Ένα χρόνο μετά το διαζύγιο, παρατηρήθηκε τα παιδιά είχαν αποδεχθεί το διαζύγιο, με τα αγόρια να επιζητούν συχνότερη επικοινωνία με τον πατέρα. Η ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών είχε βελτιωθεί, η σχολική επίδοση επανήλθε στα προ του διαζυγίου επίπεδα. Τα παιδιά που οι γονείς παρέμειναν σε συγκρουσιακή κατάσταση, ο γονέας που είχε την επιμέλεια δεν μπορούσε να παρέχει τη σωστή ανατροφή. Λόγω της έλλειψης επαρκούς επικοινωνίας, παρατηρήθηκε ότι σε αυτά τα παιδιά είχε επιδεινωθεί η ψυχολογική τους κατάσταση είχε γίνει δυσχερής η ψυχολογική τους προσαρμογή.
Σε μία συγκριτική μελέτη παιδιών χωρισμένων γονιών και παιδιών γονέων, σε τρεις τάξεις του δημοτικού σχολείου, οι ερευνητές βρήκαν διαφορές στη σχολική επίδοση, στη γνωστική ανάπτυξη, και στην κοινωνική και συναισθηματική προσαρμογή. Τα παιδιά χωρισμένων γονέων, οι χαμηλότερες επιδόσεις στη γλώσσα και στα μαθηματικά. Όσον αφορά το φύλο, τα αγόρια χωρισμένων γονέων είχαν μεγαλύτερες δυσκολίες προσαρμογής, συμπεριφοράς και επιδόσεις, σε σχέση με τα κορίτσια χωρισμένων γονέων και τα αγόρια με έγγαμους γονείς.
Τα παιδιά εφηβικής ηλικίας 12 – 17 ετών, ο χωρισμός των γονέων σε σχετίζεται με αντικοινωνικές μορφές συμπεριφοράς, επιθετικότητα, συμπτώματα κατάθλιψης, σωματικά ενοχλήματα, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, στη διαμόρφωση της ταυτότητας και στην κατάκτηση της αυτονομίας τους. Ο Kurdek (1981), πιστεύει ότι οι επιπτώσεις του διαζυγίου στους εφήβους είναι μεγάλες λόγω των έντονων συγκρούσεων των γονιών που μπορεί να έχουν βιώσει έφηβοι στο σπίτι, προ διαζυγίου.
Επανεξετάζοντας την ψυχολογική προσαρμογή των εφήβων 18 μήνες μετά την αρχική εξέταση οι Wallerstein & Kelly (1980), βρήκαν ότι οι έφηβοι μπόρεσαν να λύσουν πολλά από τα προβλήματά τους, να δημιουργήσουν μία αντικειμενικότερη στάση για τους γονείς τους, και να λειτουργήσουν το υποστηρικτικό τους δίκτυο. Η ψυχολογική τους προσαρμογή ήταν εξάρτηση της προσωπικότητας και της ωριμότητάς τους.
Σύμφωνα με την μελέτη των Furstenberg & Allison (1985), συγκρίθηκαν 2.258 παιδιά. όλων των ηλικιών. από χωρισμένους και μη γονείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τα παιδιά που ήταν μικρότερα σε ηλικία όταν οι γονείς χώρισαν, είχαν χειρότερη μακροχρόνια προσαρμογή. Παρόλα αυτά, όσο ο χρόνος περνούσε από τον χωρισμό των γονέων, τόσο πιο θετική ήταν και η ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών.
Μαρία Γρίβα M.Sc
Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος